-
1 μαγγανευω
1) колдовать, ворожить(Κίρκη μαγγανεύουσα Arph.)
μ. πρός τινα Polyb. — привораживать кого-л.2) морочить, обманывать(μ. καὴ φενακίζειν Dem.)
3) фальсифицировать(τὰ σιτία καὴ τὰ ὄψα Plut.)
1 μαγγανευω
(Κίρκη μαγγανεύουσα Arph.)
(μ. καὴ φενακίζειν Dem.)
(τὰ σιτία καὴ τὰ ὄψα Plut.)